- αστροβολώ
- (-άω) (AM ἀστροβολῶ, -έω)νεοελλ.1. αστράφτω, ακτινοβολώ2. απρόσ. αστροβολάειέχει αστροφεγγιάαρχ.1. μαγεύω2. (-ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βολώ < βόλος, βολή < βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.